- ἀπρόσφυλος
- ἀπρόσ-φῡλος, ον, ([etym.] φῦλον)A not belonging to the tribe, Hld.4.8(dub. 1.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπρόσφυλος — not belonging to the tribe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσφυλον — ἀπρόσφυλος not belonging to the tribe masc/fem acc sg ἀπρόσφυλος not belonging to the tribe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek